τσεμπέρι

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

Greek Monolingual

και τσιμπέρι, το, Ν
μαντίλι για το κεφάλι, κεφαλόδεσμος, φακιόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cember].