τσιγαροθήκη
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
Greek Monolingual
και λόγιος τ. σιγαροθήκη, η, Ν
θήκη τσιγάρων, ταμπακιέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιγάρο / σιγάρο(ν) + θήκη. Ο τ. σιγαροθήκη μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου].