τσιγκούνα
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
τσιγγούνης και τσιγκούνης, ο θηλ. τσιγγούνα και τσιγκούνα, Ν
φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cingene «Τσιγγάνος, γύφτος»].