τσόχινος

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
κατασκευασμένος από τσόχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσόχα + κατάλ. -ινος (πρβλ. μάλλινος)].