τυφλοπάνι

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

το / τυφλοπάνι(ο)ν, ΝΜ
επίδεσμος που χρησιμοποιείται για την επίδεση άρρωστων ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + πανί(ον)].