τυφογενής

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source

Greek Monolingual

-ές, Ν
αυτός που προκαλεί τυφοειδή νόσο, τυφογόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύφος + -γενής (< γένος)].