υγρόφιλος

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που αγαπά το νερό
2. αυτός που απορροφά τα υγρά και ιδίως το νερό, υδρόφιλος
3. (για φυτό) αυτός που ευδοκιμεί στο νερό ή στους υγρούς τόπους, υδροχαρής
4. φρ. «υγρόφιλοι οργανισμοί»
βιολ. οργανισμοί που ζουν σε υγρά περιβάλλοντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hygrophilous (< υγρός + φίλος)].