τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
-ές / ὑδροχαρής, -ές, ΝΜ, και υδρόχαρος, -η, -ο, Ν1. αυτός που του αρέσει το νερό2. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί στο νερό, υδρόβιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -χαρής / -χαρος (< χαίρω), πρβλ. οἰνοχαρής].