Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
-ές / ὑδροχαρής, -ές, ΝΜ, και υδρόχαρος, -η, -ο, Ν
1. αυτός που του αρέσει το νερό
2. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί στο νερό, υδρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -χαρής / -χαρος (< χαίρω), πρβλ. οἰνοχαρής].