υδατάνθρακας

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(κυρίως στον πληθ.) οι υδατάνθρακες
(βιοχ.-χημ.) μέλη μιας αφθονότατης και ευρύτατα διαδεδομένης τάξης φυσικών οργανικών ουσιών και τών παραγώγων τους, που αποτελούν σπουδαιότατες από κάθε άποψη οργανικές ενώσεις, είναι ουσιώδη συστατικά όλων τών ζωντανών οργανισμών και από τις κυριότερες πηγές ενέργειας γι' αυτούς και σχηματίζονται από τα φυτά, με άνθρακα και νερό, κατά τη διεργασία της φωτοσύνθεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + άνθρακας. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. hydrate de carbone και μαρτυρείται στον πληθ. υδατάνθρακες από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].