υδατάνθρακας

From LSJ

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464

Greek Monolingual

ο, Ν
(κυρίως στον πληθ.) οι υδατάνθρακες
(βιοχ.-χημ.) μέλη μιας αφθονότατης και ευρύτατα διαδεδομένης τάξης φυσικών οργανικών ουσιών και τών παραγώγων τους, που αποτελούν σπουδαιότατες από κάθε άποψη οργανικές ενώσεις, είναι ουσιώδη συστατικά όλων τών ζωντανών οργανισμών και από τις κυριότερες πηγές ενέργειας γι' αυτούς και σχηματίζονται από τα φυτά, με άνθρακα και νερό, κατά τη διεργασία της φωτοσύνθεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + άνθρακας. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. hydrate de carbone και μαρτυρείται στον πληθ. υδατάνθρακες από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].