υδατόμετρο

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source

Greek Monolingual

το, Ν
το υδρόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + μέτρο].