υδεριώδης

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source

Greek Monolingual

-ῶδες, Α
αυτός που πάσχει από υδρωπικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδερος + κατάλ. -ιώδης (πρβλ. κοπιώδης)].