δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
η / ὑδροφοβία, ΝΑ, και ὑδροφόβη και ὑδροφοβή Α υδροφόβοςπαθολογικός φόβος για το νερό ή για κάθε υγρόνεοελλ.1. παλαιότερη ονομασία της λύσσας2. χημ. η ιδιότητα του υδρόφοβου.