υδρόμυλος

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

ο / ὑδρόμυλος, ΝΜΑ
μύλος κινούμενος με την ενέργεια της ροής ή της πτώσης νερού, νερόμυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + μύλος.