υμένιο
From LSJ
Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
Greek Monolingual
το / ὑμένιον, ΝΑ ὑμήν, -ένος]
λεπτός υμένας, υμενίσκος
νεοελλ.
1. (μυκητ.) στρώμα που αποτελείται από ασκούς ή βασίδια και απαντά στους ανώτερους μύκητες, όπου επιστρώνει το ασκοκάρπιο στους ασκομύκητες ή το βασιδιοκάρπιο στους βασιδιομύκητες
2. φρ. «υμένια σπερματοζωαρίου» — τα νημάτια του σπερματοζωαρίου.