υμένιο

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source

Greek Monolingual

το / ὑμένιον, ΝΑ ὑμήν, -ένος]
λεπτός υμένας, υμενίσκος
νεοελλ.
1. (μυκητ.) στρώμα που αποτελείται από ασκούς ή βασίδια και απαντά στους ανώτερους μύκητες, όπου επιστρώνει το ασκοκάρπιο στους ασκομύκητες ή το βασιδιοκάρπιο στους βασιδιομύκητες
2. φρ. «υμένια σπερματοζωαρίου» — τα νημάτια του σπερματοζωαρίου.