δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
τὸ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ὑποστάθμη ἐλαίου, γλοιός».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἔλαιον.