υπαιτιότητα

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να είναι κανείς υπαίτιος, υπεύθυνος για κάτι, φταίξιμο
2. (νομ.) η αιτιακή σύνδεση της βούλησης ορισμένου προσώπου με αντίθετη προς τον νόμο μεταβολή της πραγματικότητας, η οποία συγκεκριμενοποιείται με την απόδοση αμέλειας ή δόλου στο υπαίτιο πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπαίτιος. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπαιτιότης, μαρτυρείται από το 1836 στον Αν. Πολυζωίδη].