ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
το, Νη ιδιότητα, η θέση του υπαλλήλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος + κατάλ. -ίκι (πρβλ. τεμπελίκι)].