υπαλληλίκι

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Greek Monolingual

το, Ν
η ιδιότητα, η θέση του υπαλλήλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος + κατάλ. -ίκι (πρβλ. τεμπελίκι)].