υπανακλίνω

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

Α ἀνακλίνω
(ενεργ. και μέσ.) γέρνω προς τα κάτω.