υπαναλύω

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source

Greek Monolingual

Α
οπισθοχωρώ ανεπαίσθητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀναλύω «αποχωρώ»].