οπισθοχωρώ

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

-έω
1. κινούμαι προς τα πίσω, υποχωρώ
2. στρ. εκτελώ οπισθοχώρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -χωρώ (< χώρος), πρβλ. υποχωρώ].