οπισθοχωρώ Search Google

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source

Greek Monolingual

-έω
1. κινούμαι προς τα πίσω, υποχωρώ
2. στρ. εκτελώ οπισθοχώρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -χωρώ (< χώρος), πρβλ. υποχωρώ].