οπισθοχωρώ

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

-έω
1. κινούμαι προς τα πίσω, υποχωρώ
2. στρ. εκτελώ οπισθοχώρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -χωρώ (< χώρος), πρβλ. υποχωρώ].