υπεγκλίνω

From LSJ

διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing

Source

Greek Monolingual

Α
στρέφω κάτι λίγο ή βαθμιαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐγκλίνω «κλίνω προς τα μέσα»].