Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υπεζωκώς

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361

Greek Monolingual

ο / ὑπεζωκώς, -ότος, ΝΑ, και ὑπεζωκότας Ν
ανατ. σπλαγχνικός ορογόνος υμένας, αποτελούμενος από δύο πέταλα, το περίτονο και το περισπλάγχνιο, ο οποίος επενδύει την έσω επιφάνεια του θώρακα και περιβάλλει τους πνεύμονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. παρακμ. ὑπεζωκώς (ὑμήν) του ρ. ὑποζώννυμι.