υπερακρατής

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source

Greek Monolingual

-ές, Α
(μόνο το επίρρ.) ὑπερακρατῶς
με πλήρη ακράτεια, χωρίς εγκράτεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀκρατής.