εγκράτεια

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐγκράτεια)
1. η ιδιότητα του εγκρατή, αυτοκυριαρχία
2. αποχή από κάτι
3. σεξουαλική αποχή, σαρκική αγνότητα.