υπερασπιστής
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
Greek Monolingual
ο, θηλ. υπερασπίστρια / ὑπερασπιστής, θηλ. ὑπερασπίστρια, ΝΜΑ ὑπερασπίζω
αυτός που υπερασπίζει, που προστατεύει, που υποστηρίζει κάποιον ή κάτι, προστάτης (α. «υπερασπιστής της πατρίδας» β. «κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου» ΠΔ.)
αρχ.
αυτός που κρατάει την ασπίδα προστατευτικά πάνω ή μπροστά από κάποιον, πρόμαχος, αμύντορας («ὑπερασπιστὴς καὶ κέρας σωτηρίας μου», ΠΔ).