εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes
Α δίδωμιπαραχωρώ κάποιον για να σώσω έναν άλλο («πρὸ πάντων μίαν ὑπερδοῦν αι θανεῖν», Ευρ.).