υπερεκκρίνω

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek Monolingual

Ν
εκκρίνω υπερβολικά, παρουσιάζω υπερέκκριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + εκκρίνω «ξεχωρίζω, παράγω υγρό το οποίο αποβάλλεται»].