φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
τὸ, Ατο υπέρθυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -θύριον (< θύρα), πρβλ. παρα-θύρι(ον)].