υπερθύω

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

και ὑπερθυίω Α
(για κρασί) αφρίζω πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + θύω (ΙΙ) «τρέχω ορμητικά, μαίνομαι, βράζω, επιθυμώ»].