υπερκεράτωση
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Greek Monolingual
η, Ν
1. ιατρ. σημαντική, μη φυσιολογική, πάχυνση της κεράτινης στιβάδας της επιδερμίδας, που παρατηρείται σε πολλές παθήσεις και ογκοειδείς σχηματισμούς του δέρματος, λ.χ. ιχθύαση, κερατοδερμία κ.ά.
2. (κτην.) νόσος τών βοοειδών η οποία χαρακτηρίζεται από πάχυνση του δέρματος και οφείλεται στην υπερβολική κερατινοποίηση τών επιθηλιακών κυττάρων και στην υπερτροφία κεράτινης στιβάδας του δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperkeratosis < υπερ- + κέρας, -ατος].