υπερπάσχω

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

ΜΑ πάσχω
πάσχω για χάρη άλλου
αρχ.
είμαι βαθύτατα θλιμμένος, είμαι καταλυπημένος.