υπερπλήρωση
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
Greek Monolingual
η / ὑπερπλήρωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[ὑπερπληρῶ / -ώνω]]
υπερβολικό γέμισμα, παραγέμισμα.