παραγέμισμα

From LSJ

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641

Greek Monolingual

το παραγεμίζω
1. η ενέργεια του παραγεμίζω, υπερπλήρωση
2. υλικό ή άρτυμα με το οποίο παραγεμίζεται το κυρίως φαγητό, γέμιση
3. μτφ. υπερβολική συσσώρευση, πληθώρα περιττών στοιχείων σε λόγο, ομιλία ή γραπτό κείμενο.