υπερπληρώ

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source

Greek Monolingual

ὑπερπληρῶ, -όω, ΝΜΑ πληρῶ
(λόγ. τ.) γεμίζω κάτι έως απάνω ή το γεμίζω περισσότερο από όσο πρέπει, το ξεχειλίζω, το παραγεμίζω.