υπερτονικός
From LSJ
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. χημ. (για διάλυμα) αυτός που έχει υψηλότερη ωσμωτική πίεση από αυτήν που έχει ένα γειτονικό διάλυμα ή ένα διάλυμα με το οποίο συγκρίνεται, αλλ. υπέρτονος
2. ιατρ. (για στόμαχο) αυτός που παρουσιάζει αυξημένο τόνο του μυϊκού τοιχώματος σε συνδυασμό, κατά κανόνα, με υπερχλωρυδρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερτονία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δ. Θερειανό].