υπερφορτίζω

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

Ν φορτίζω
1. (ηλεκτρολ.) φορτίζω με ηλεκτρικό φορτίο μεγαλύτερο από το κανονικό
2. υπερφορτώνω, παραφορτώνω.