υπερφορτίζω
From LSJ
Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
Greek Monolingual
Ν φορτίζω
1. (ηλεκτρολ.) φορτίζω με ηλεκτρικό φορτίο μεγαλύτερο από το κανονικό
2. υπερφορτώνω, παραφορτώνω.