υπηρέμα

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source

Greek Monolingual

Α
επίρρ. ήρεμα, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἠρέμα «ήσυχα, γλυκά»].