υποβολείο

Greek Monolingual

το, Ν
κρύπτη στο προσκήνιο θεάτρου, από όπου ο υποβολέας βοηθάει τους ηθοποιούς κατά την παράσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποβολέας + επίθημα -είο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποβολεῖον, μαρτυρείται από το 1899 στην εφημερίδα Ακρόπολις].