υποδηματοποιία

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

η, Ν·1. η τέχνη κατασκευής υποδημάτων
2. η βιοτεχνία ή η βιομηχανία κατασκευής υποδημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποδηματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].