υποκάρδιος

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑποκάρδιος, -ον, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται μέσα στην καρδιά, ενδόμυχος (α. «ὑποκάρδιος πόθος» β. «φέρω δ' ὑποκάρδιον ὀργάν», Θεοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ἐγκάρδιος, κατακάρδιος].