υποπροϊόν

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. παραπροϊόν
2. (οικον.) κάθε προϊόν που λαμβάνεται κατά τη διεργασία παραγωγής ενός άλλου προϊόντος.