υποπροϊόν

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. παραπροϊόν
2. (οικον.) κάθε προϊόν που λαμβάνεται κατά τη διεργασία παραγωγής ενός άλλου προϊόντος.