υποσέληνος

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κάτω από την σελήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -σέληνος (< σελήνη), πρβλ. ἐπισέληνος].