υποσέληνος

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κάτω από την σελήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -σέληνος (< σελήνη), πρβλ. ἐπισέληνος].