υποστρατοφύλαξ Search Google

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
υποφρούραρχος στρατοπέδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + στρατοφύλαξ «διοικητής στρατιωτικού σώματος»].