ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
-υ, Ακάπως μαλλιαρός, κάπως δασύτριχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δασύς.