στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
-ον, ΜΑο λίγο διψασμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -διψος (< δίψα), πρβλ. ὑπέρ-διψος].